Κυριακή 4 Οκτωβρίου 2015

Το σημάδι

Γράφει
ο Μένιος Σακελλαρόπουλος
για το νέο του μυθιστόρημα
από τις εκδόσεις Ψυχογιός


Το σκεφτόμουν πάντα, σε στιγμές έντασης αλλά και χαλάρωσης, ότι ένα λεπτό, μπορεί και λιγότερο, είναι ικανό να καταστρέψει τα πάντα. Ένας λάθος χειρισμός, μια κακή απόφαση, μια αδράνεια, μια κίνηση έκρηξης φτάνουν και περισσεύουν για να σε βάλουν σε μπελάδες.
Ένα λεπτό μόνο, λίγα δευτερόλεπτα. 
Η λάθος στιγμή, στο λάθος μέρος. Οι φυλακές, τα νοσοκομεία, και, ακόμα χειρότερα, τα νεκροταφεία, είναι γεμάτα με ανθρώπους που πλήρωσαν αυτή τη λάθος στιγμή.
Το σκέφτηκα πολύ έντονα όταν βρέθηκα στην Πάτρα για τα
της τακτοποίησης του γιου μου, του Γιώργου, με την εισαγωγή του στο Μαθηματικό, όνειρο ζωής του.
Ένα βράδυ λοιπόν, όπως περπατούσα κάπου στο κέντρο αυτής της υπέροχης φοιτητούπολης, είδα –ανήσυχος ομολογώ– ορδές φοιτητών να προελαύνουν για να κάνουν τη νύχτα δική τους, να την πιουν μέχρι την τελευταία σταγόνα, σαν να μην υπάρχει αύριο. Αν είναι αυτό που είπε υπέροχα η Χαρούλα Αλεξίου, ότι «η νύχτα θέλει έρωτα και βράδια αξημέρωτα», πάει καλά. Αλλά θέλει και νηφαλιότητα. Γιατί όταν ξεφύγει η κατάσταση, πώς μαζεύεται;

Βλέποντας λοιπόν νεαρούς και νεαρές να πνίγουν την ορμή τους στο αλκοόλ δίχως όρια, σκέφτηκα εκείνο το περίφημο «ένα λεπτό», αυτό που φτάνει –και περισσεύει– να καταστρέψει τα πάντα. Αυτόματα μου ήρθε στο μυαλό μια ιστορία, αυτή που περιγράφει το βιβλίο, με ήρωα τον Στέφανο Δημητρίου και ηρωίδα την Ελβίρα Γεωργιάδου, πλάσματα της φαντασίας μου, παιδιά όμως της διπλανής πόρτας, δικά μας λατρεμένα παιδιά. Παιδιά που έκαναν όνειρα να σπουδάσουν, να κερδίσουν τη ζωή τους με τον τρόπο που λαχταρούν, σε εποχές μάλιστα που η νέα πραγματικότητα δείχνει απειλητική.
Βλέποντάς τα λοιπόν να ξεχύνονται, αγριεμένα κάποια, τρόμαξα με τη σκέψη του «μοιραίου στιγμιαίου λάθους», όπως έλεγαν και οι καθηγητές μου στη Νομική. Κι η ιστορία μου, επίσης χωρίς φρένα, διαμορφώθηκε στο λεπτό μέσα στο μυαλό μου. Έμενε να τη βάλω σε μια τάξη, σε μια σειρά. Ακολούθησα λοιπόν τον Στέφανο και την Ελβίρα βήμα προς βήμα. Πήγα στα στέκια τους αλλά και στο πάρτι τους, είδα τους ξέφρενους ρυθμούς τους, μύρισα την αδρεναλίνη τους, την είδα να χορεύει, να ξεχειλίζει, να ορμάει σαν χείμαρρος. Κι όταν αυτή πλημμυρίζει τα πάντα, δύσκολο να σταματήσει ένα παιδί σε τέτοια ηλικία.
Μόλις λίγα δευτερόλεπτα χρειάστηκαν για να αστράψει το μαχαίρι του Στέφανου, που λόγω συνθηκών και συγκυριών αδυνατούσε να βρει το φρένο. Κι εκεί άρχισε ο Γολγοθάς μας, αγκαζέ. Αστυνομικό Τμήμα Πάτρας, Νοσοκομείο του Ρίου, εισαγγελείς, ανακριτές, κελιά, δικαστήρια. Τα ακολούθησα όλα πόντο πόντο. Με πόνο ψυχής.
Κι ύστερα; Η μορφή της κόλασης στη γη. Φυλακές Ανηλίκων Αυλώνα –εκεί όπου γονάτισα από τον πόνο μπροστά σε ανήλικους δολοφόνους, κάποιους μάλιστα ισοβίτες!–, φυλακές Διαβατών –κανονική αποθήκη ψυχών που διαλύει τους ανθρώπους–, αγροτικές φυλακές Κασσαβέτειας στον Αλμυρό Βόλου. Εκεί έπρεπε να πάει ο Στέφανος για να μη γίνει παρανάλωμα στην πυρά των κλειστών κελιών. Γιατί όποιος κατάδικος έχει ασχολία (γι’ αυτό είναι σπουδαίος λόγος η διατήρηση των αγροτικών φυλακών) έχει εντελώς διαφορετική εξέλιξη, δεν κάνει διδακτορικό στην ανομία και στο έγκλημα, ούτε καταντά πιόνι της παράλογης λογικής που βασιλεύει στις φυλακές.
Αποστολή Κασσαβέτεια λοιπόν, όχι και τόσο απλό με μια πρώτη ματιά. Το ρεπορτάζ μου με οδήγησε σε μια εκπληκτική γυναίκα, τη διευθύντρια Φούλα Σαμαρά, «καλό Σαμαρείτη» από τους σπάνιους. Ναι, μια γυναίκα που κρατάει τα ηνία μιας δύσκολης φυλακής και έχει κάνει τους κρατούμενους να πίνουν νερό στο όνομά της• αδιανόητο, απολύτως απίθανο. Είδα με τα μάτια μου κελιά κατάδικων να έχουν τη φωτογραφία της δίπλα στο εικόνισμα της Παναγίας.
Η ίδια το αντιμετώπισε με απέραντη συστολή. «Τον κρατούμενο πρέπει να τον κοιτάς στα μάτια! Είναι άνθρωπος, έχει ψυχή. Αυτός είναι ο δικός μου κανόνας κι είναι απαράβατος», μου είπε. Και το εννοεί. Αυτό λέει, αυτό δείχνει σε όλους.
Εκεί, μέσα σε δύσκολες συνθήκες που πνίγουν την ανάσα κάθε άμαθου, μου άνοιξε μονοπάτια του μυαλού, με πήγε στα κελιά αλλά και στα «σπιτάκια» όσων φυλακισμένων ζουν σε καθεστώς «ημι-ελευθερίας», σε όλους τους χώρους εργασίας τους: στις αγελάδες, στα γουρούνια, στα πρόβατα, στα χωράφια, στα μποστάνια, στους κήπους, παντού.
Μίλησα επί ώρες με κάμποσους «Στέφανους», ανθρώπους κατεστραμμένους από «ένα λεπτό». Μετανιωμένοι σχεδόν όλοι. Αν μπορούσαν να γυρίσουν πίσω τη ζωή τους, δε θα είχαν διαπράξει ποτέ το αδίκημα για το οποίο εκτίουν την ποινή τους. Αυτή όμως η συγκεκριμένη φυλακή –και η διευθύντρια, η Φούλα– τούς δίνει όραμα, τους τροφοδοτεί τις ελπίδες τους, τους δείχνει τον δρόμο της ελευθερίας, πολύτιμη (μαζί με την υγεία) όσο τίποτε άλλο.
Γνώρισα ανθρώπους που μπήκαν νεαροί στη φυλακή και θα βγουν μεσήλικοι. Ανατριχιαστικό… Αχιλλέα, Πάτρικ, Κώστα, καλή λευτεριά. Και μην ξεχνάτε ποτέ πως όποιος κοιτάζει προς τα έξω ονειρεύεται, όποιος κοιτάζει μέσα του ξυπνάει… Και σε σένα, Φούλα, καλό κουράγιο και μακάρι να βρεθούν άνθρωποι να σε μιμηθούν. Οι εργαζόμενοι του Υπουργείου Δικαιοσύνης μπορούν να μάθουν πολλά από σένα. Και η Πολιτεία μπορεί να σε έχει παράδειγμα και να ξυπνήσει επιτέλους. Ένα ευχαριστώ και στους δεσμοφύλακες, που μου έδειξαν με υπομονή «μυστικά και ντοκουμέντα» τα οποία δεν μπορούσα να φανταστώ.
Η μυθοπλασία είχε πολλές παραμέτρους. Βασική ήταν βέβαια η νομική πλευρά. Ξανά στα δικαστήρια για να παρακολουθήσω ανάλογες δίκες, ξανά ώρες συζήτησης με τον «σταυραδελφό» πια, τον δικηγόρο Τάκη Δοροβίτσα, τον οποίο πίεζα σαν κανονικός κατάδικος. Ποινές, επιμέτρηση, ένα σωρό θέματα που έπρεπε να ζυγιστούν σωστά. Αρκάς και ολίγον Κρητικός, με άντεξε!
Είχαμε και την ιατρική πλευρά. Η μητέρα του Στέφανου, η Δέσποινα Δημητρίου, αρρώστησε από καρκίνο, έλιωσε από το μαράζι. Ποια μάνα άλλωστε να αντέξει με το παιδί της στη φυλακή; Άρχισε λοιπόν και ιατρική διασταύρωση πληροφοριών, κι εκεί ήταν πολύτιμη η βοήθεια του παλιού καρδιακού φίλου, του χειρουργού Στέλιου Ρέστου, που έβαλε τα πράγματα σε μια σειρά με χειρουργική ακρίβεια.
Μετά; Το οδοιπορικό στην Πάτρα, με δεκάδες ταξίδια! Ένα μεγάλο ευχαριστώ στην υπέροχη συνάδελφό μου Ελίζα Καλλίτση, σπουδαία δημοσιογράφο από τις λίγες. Πολύτιμη η συνδρομή της στα της πόλης της και έντονη η παρουσία της. Τόσο έντονη, ώστε… πήρε ρόλο στο μυθιστόρημα! Άξια!
Δύσκολη η περιπλάνηση σε τέτοια γλιστερά μονοπάτια, έπρεπε να την αντέξω ως το τέλος για τον Στέφανο, ακολουθώντας ακόμα και τον πατέρα του Πανίκο ως την Κύπρο και την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Άξιζε το ταξίδι…
Κι άξιζε πάνω απ’ όλα η κουβέντα με τους «Στέφανους» των καιρών μας στις φυλακές του Αυλώνα και της Κασσαβέτειας^ εμπειρίες ζωής. Για να τους ακούσω αλλά και να τους πω να δώσουν βάση στους εκπληκτικούς στίχους του Άκη Πάνου:
Η ζωή μου όλη μια ανοησία
κι η μοναδική μου η περιουσία.
Η ζωή μου όλη είναι μια θυσία
που σκοπό δεν έχει ούτε σημασία…
Έχει σημασία λοιπόν. Να σκεφτούν και να καταλάβουν, να παραδειγματιστούν, να κάνουν επανεκκίνηση. Οι αχτίδες μπορούν να φτάσουν και μέσα στο κελί, όσο παγωμένο κι αν είναι, γιατί «η ζωή μου ΔΕΝ είναι ένα καμίνι που ’χω πέσει μέσα και με σιγοψήνει». Η ζωή έχει και αύριο…
Φυσικά έχει δίκιο ο Διονύσης (Σαββόπουλος). Γιατί σαν βγουν απ’ αυτή τη φυλακή, κανείς δε θα τους περιμένει. Οι δρόμοι θα ’ναι αδειανοί κι η πολιτεία τους πιο ξένη. Γι’ αυτό και οι οικογένειες πρέπει να είναι κοντά στους ανθρώπους τους, ως το τέλος. Πολλοί, πραγματικά μετανιωμένοι, αξίζουν μια δεύτερη ευκαιρία.

Ας είμαστε ρεαλιστές. Για τα παιδιά «Χωρίς οικογένεια» τα πράγματα είναι ακόμα πιο δύσκολα απ’ ό,τι τα περιέγραφε ο Έκτορ Μαλό, καθώς ζούμε σε μια εποχή που έχουν ξεχαρβαλωθεί τα πάντα. Ευτυχώς κάποιες οργανώσεις (Άνθρωποι με άλφα κεφαλαίο) κάνουν ό,τι μπορούν, εν γνώσει τους ότι δε φτάνει… Όπως δε φτάνει όση αγάπη κι αν δώσει κανείς στα παιδιά του. Πάντα χρειάζεται περισσότερη. Αγάπη και κατανόηση. Έτσι μπορεί (ίσως…) να ελαχιστοποιηθούν οι «Στέφανοι».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου