Παρασκευή 10 Απριλίου 2015

Μεταξύ μας με καφέ και με τσιγάρο (Νο 20)

Το εβδομαδιαίο χρονογράφημα του grpost,
δια χειρός Πέμης Γκανά

Ο κόμπος στο λαιμό με σφίγγει…

Περπατήσαμε στα πλακόστρωτα σοκάκια.
Μες το μισοσκόταδο.
Το αχνό φως του φεγγαριού μας ακολουθούσε, φωτίζοντας τα βήματα μας.
Οι μυρωδιές μας έζωσαν, πασχαλιά και νυχτολούλουδο, βαθιές ανάσες πήραμε, χαμόγελα ευτυχίας σχηματίστηκαν στα πρόσωπα ναι, σαν να τριγυρνάς στον παράδεισο.
Ζουμπούλια και μαργαρίτες φυτεμένες έξω από τις ασβεστωμένες αυλές.
Καθαριότητα και τάξη γιορτινή.
Ηρεμία, ηρεμία παντού...στη φύση, στη θάλασσα, στη νύχτα, στα λιγοστά
χαμογελαστά πρόσωπα που ανταμώσαμε.
Ένα ελαφρύ αεράκι μας τύλιξε.
Ανατριχιάσαμε από την αλμυρή αύρα.
Ταξιδιώτες, φτάσαμε Μεγάλη Παρασκευή στην εκκλησία του χωριού.
Τυχαία.
¨Να ανάψουμε ένα κερί¨, πρότεινε κάποιος.
¨Γιατί όχι;¨ συμφωνήσαμε όλοι.
Μπήκαμε μέσα κρυφογελώντας, σκουντώντας ο ένας τον άλλο κουβαλώντας την ευθυμία του επισκέπτη, μα σύντομα τα γέλια σταμάτησαν.
Στο κέντρο ο επιτάφιος, ταπεινός-όπως πρέπει να είναι- στολισμένος με λευκά γαρίφαλα.
Ο ιερέας υπέργηρος, στήριζε τα λιπόσαρκα χέρια του σε μια μαγκούρα, και έκλαιγε.
Σκοτεινή η εκκλησία, φωτιζόταν μόνο από τα κεριά και τα καντήλια που αχνοφέγγαν.
Σκιές μακρόστενες οι άνθρωποι.
Λιγοστός ο κόσμος, γέροντες οι περισσότεροι.
Οι νεαροί μπροστά, έψελναν με κατάνυξη.
Μια γλυκιά μελωδία με συγκλόνισε.
Μεγάλη Παρασκευή, δεν θυμάμαι ποτέ μεγάλη Παρασκευή μέσα στην εκκλησία, παρά μόνο γελώντας να περιμένω με ένα κερί αναμμένο σε κάποιον δρόμο, σχεδόν πάντα διαφορετικό...
Τόσων χρόνων Άγιες μέρες χαμένες σε περιφορές, έτσι δίχως προσοχή.
¨Ω! γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατον μου τέκνον, που έδυ σου το κάλλος;¨...
Ο θρήνος της Παναγίας που κλαίει το παιδί της.
Το Θείο δράμα ξετυλίγεται με μιας μπρος μας, σε χώρο ιερό..
Έκπληκτοι εμείς μένουμε με το στόμα ανοικτό ¨που βρεθήκαμε; σε ποιόν τόπο; σε ποιο χρόνο;¨...
Σταγόνες τότε πέφτουν απαλά στα κεφάλια, στα χέρια, στα πανωφόρια μας.
Κοιτώ απορημένη το θόλο του ναού, μπλε σκούρος με αστέρια.
Σαστίζω, κλαίει και ο ουρανός με το δράμα του Θεανθρώπου.
¨Έρραναν τον τάφον αι μυροφόροι μύρα λίαν πρωί ελθούσαι¨.
Μικρά κορίτσια από τον γυναικωνίτη μας ραίνουν με μύρα, ακολουθώντας ένα ξεχασμένο τελετουργικό.
Ο κόμπος στο λαιμό με σφίγγει.
Δεν το είχα νιώσει ξανά, δεν είχα προσέξει ποτέ τα λόγια, τον σπαραγμό.
΄Έρραναν τον τάφο αι μυροφόροι μύρα λίαν πρωί ελθούσαι¨.
Όλοι ψέλνουν σιγανά, ακόμα και οι φίλοι μου.
Ψέλνουν με τα μάτια κλειστά, σαν να ταξιδεύουν αιώνες πίσω.
¨Έρρανον τον τάφο αι μυροφόροι μύρα λίαν πρωί ελθούσαι¨.
Το μουρμουρώ και εγώ για πρώτη μου φορά.
¨Αι γενεαί πάσαι ύμνουν τη ταφή σου προσφέρουσι, Χριστέ μου¨.
Δακρυσμένα πρόσωπα, χείλη δαγκωμένα, παλάμες που σφίγγονται σε γροθιές, παλάμες που καλύπτουν τα  μάτια. Δάκτυλα που μπλέκονται μεταξύ τους. Σφιχτά. Σε στάση προσευχής.
Συγκλονιστικές στιγμές, εμείς απέναντι στο Θείο, απέναντι στον ίδιο μας τον εαυτό.
Νιώθω ξαφνικά μικροσκοπική, κουκκίδα απειροελάχιστη στη απεραντοσύνη του σύμπαντος.
Γενιές που χάθηκαν μην αφήνοντας τίποτα πίσω τους, ούτε μια απόδειξη της ύπαρξη τους.
Σκέφτομαι μανάδες που αποχαιρετούν τα παιδιά τους και η καρδιά μου σκίζεται, κομματιάζεται, ¨Πως το άντεξε¨αναλογίζομαι.
¨Ω! φως των οφθαλμών μου, γλυκύτατον μου τέκνον, πως τάφω νυν καλύπτη;¨.
Ούτε και εγώ πλέον μπορώ να συγκρατήσω τα δάκρυα μου.
Λυτρωτικό το κλάμα μας συνταράζει. Όλους ανεξαιρέτως, συνειδητοποιώντας το μέγεθος της θυσίας.
Ακολουθούμε την περιφορά, αμίλητοι, αποκαμωμένοι λες και ακολουθούμε συγγενή, αδελφό μας.
Ασπαζόμαστε τον επιτάφιο και στα χνάρια των πιστών, περνάμε γονατιστοί και εμείς από κάτω του.
Δίχως δυνάμεις φεύγουμε και στεκόμαστε στο κέντρο της πλατείας...
Μάτια κόκκινα, ντροπαλά χαμηλώνουν, φωνές τρεμάμενες.
Παραδοχή της ανθρώπινης ευαισθησίας.
Αγκαλιαζόμαστε στα ξαφνικά.
¨Και του χρόνου¨ λέμε...
¨Καλή Ανάσταση, με υγεία¨ .
Τα χέρια μπερδεύονται, και τα χαμόγελα σιγά σιγά ξανάρχονται.
Η πένθιμη πομπή ξεμάκρυνε για την θάλασσα. Θα βάλουν-λέει- τον επιτάφιο στο νερό.
Δεν θελήσαμε να τους ακολουθήσαμε παρά μόνοι ανηφορίσαμε παίρνοντας τον δρόμο της επιστροφής.
Σταθήκαμε σε σκοτεινή βεράντα και αμίλητοι χαμένοι ο καθένας μας στις σκέψεις του σηκώσαμε ο ένας μετά τον άλλο τα κεφάλια και κοιτάξαμε τον ουρανό...
Ολόμαυρος κεντημένος με λαμπερά αστέρια...
Κάπου εκεί μόνος στο κέντρο του Αιγαίου, κάποια μεγάλη Παρασκευή ίσως, λέω ίσως αντιληφθείς την θέση σου στον κόσμο.
Και ίσως εκείνη η νύχτα να μείνει για πάντα χαραγμένη στο μυαλό, στην καρδιά και ψυχή, λύχνος αναμμένος διδάσκοντας μας την αυταπάρνηση, την αγάπη και πίστη στο ανθρώπινο γένος.

Καλή Ανάσταση και καλή φώτιση να έχουμε...


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου